ανεξευγένιστος

ανεξευγένιστος
-η, -ο
αυτός που δεν εξευγενίστηκε: Την ποικιλία αυτή πορτοκαλιών την αφήσαμε ανεξευγένιστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεξευγένιστος — η, ο 1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξευγενιστεί, να εκπολιτιστεί 2. (για ζώα και φυτά) εκείνος του οποίου δεν έχει βελτιωθεί το γένος με επιλογή ή ειδική καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”